Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Πόσο αξιόπιστη είναι η σύγχρονη ιατρική;

   Η διεξαγωγή διπλά τυφλών μελετών, προκειμένου να εξακριβωθεί η ωφέλεια ενός φαρμάκου ή μιας αγωγής, είναι μια ιδιαίτερα παραπειστική και αμφιλεγόμενη πρακτική. Εξαιτίας της ακαθόριστης κατάστασης (σ.σ. εννοεί κυρίως συναισθηματική/ψυχολογική) που υποβάλλονται στις δοκιμασίες, αυτές οι μελέτες, που μάλιστα θεωρούνται ο στυλοβάτης της ιατρικής επιστήμης, μπορεί τελικά να δώσουν εντελώς παραπλανητικά, πλασματικά αποτελέσματα. Εντούτοις, παρουσιάζονται στο γενικό κοινό ως αδιάσειστες αποδείξεις για την αξιοπιστία της επιστημονικής έρευνας και των ιατρικών εφαρμογών. Το σκηνικό όμως αλλάζει μετά από την πρόσφατη αποκάλυψη περί ελαττωματικών ερευνών σε ιατρικά περιοδικά. Για παράδειγμα, επιβεβαιώθηκε ότι παραλείφθηκαν δεδομένα ζωτικής σημασίας για το αντιαρθριτικό φάρμακο Vioxx, και δημοσιεύτηκαν δύο ανακοινώσεις από τον Νοτιοκορεάτη ερευνητή, δόκτορα Hwang Woo Suk, ο οποίος είχε κατασκευάσει στοιχεία που έδειχναν ότι είχε κλωνοποιήσει ανθρώπινα κύτταρα.

   "Τα ιατρικά περιοδικά έχουν μετατραπεί σε έντυπα χειραγώγησης πληροφοριών προς όφελος της φαρμακοβιομηχανίας", δηλώνουν οι δόκτορες Richard Smith, πρώην αρχισυντάκτης του British Medical Journal (BMJ) και Richard Horton, αρχισυντάκτης του επίσης βρετανικού περιοδικού The Lancet. Τα ιατρικά περιοδικά έχουν σημαντικά οικονομικά συμφέροντα από το να βγάζουν ασπροπρόσωπους τους φαρμακευτικούς κολοσσούς. Τα περιοδικά, αλλά και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, διατηρούνται στη ζωή χάρη στις διαφημίσεις της βιομηχανίας που συσχετίζεται με αυτά. Συν τοις άλλοις, οι φαρμακοβιομηχανίες καταβάλλουν στα ιατρικά περιοδικά τεράστια χρηματικά ποσά για ανατυπώσεις άρθρων τα οποία αναφέρουν ευρήματα από μεγάλες κλινικές μελέτες που αφορούν στα προϊόντα τους. Ορισμένα περιοδικά δεν ανακαλούν γνωστά περιστατικά εξαπάτησης φοβούμενα νομικές αγωγές. Οι συντάκτες ενδέχεται "να έρχονται αντιμέτωποι με αδυσώπητες συγκρούσεις συμφερόντων" όταν καλούνται να αποφασίσουν αν θα δημοσιεύσουν μια τέτοια μελέτη, λέει ο δρ. Smith. Σε πολλές περιπτώσεις, αφήνουν παραπλανητικά δεδομένα να διαφύγουν ηθελημένα της προσοχής τους, ελπίζονται ότι δεν θα το ανακαλύψει κανένας. Επίσης, ορισμένα απατηλά στοιχεία διαφεύγουν επειδή οι συντάκτες είναι απρόθυμοι να θέσουν τα ανάλογα ερωτήματα στους συγγραφείς. Υπό το φως των πρόσφατων αποκαλύψεων περί παραπλανητικών δημοσιευμένων μελετών, το σύστημα αξιολόγησης από συναδέλφους (peer-review system), που υποτίθεται ότι διέπει τα ιατρικά περιοδικά και αποτελεί σφραγίδα εγγύησης για την αποσόβηση των παραπλανητικών ιατρικών μελετών, πλέον είναι κάτι παραπάνω από αμφισβητήσιμο.

   Υπάρχουν επιπρόσθετοι λόγοι αμφισβήτησης των ιατρικών ερευνών. Το 1994 και 1995, κατόπιν δημοσκόπησης, ερευνητές από το Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης διαπίστωσαν ότι το 64% από 3.000 και πλέον ακαδημαϊκούς επιστήμονες διατηρούσε οικονομικούς δεσμούς με φαρμακοβιομηχανίες. Σύμφωνα με την αναφορά, η οποία δημοσιεύτηκε στο Journal of the American Medical Association (JAMA), το 20% των 3.000 ερευνητών παραδέχτηκε ότι είχε καθυστερήσει τη δημοσίευση πρόσφατων ερευνών για πάνω από 6 μήνες, προκειμένου να αποκτήσει τις σχετικές πατέντες και να "καθυστερήσει την διάδοση ανεπιθύμητων αποτελεσμάτων". "Μερικές φορές, αν αποδεχθείς την επιχορήγηση μιας εταιρίας, υποχρεούσαι να συμπεριλάβεις μια ρήτρα που προβλέπει ότι δεν θα γνωστοποιήσεις κανένα στοιχείο αν δεν προηγηθεί η συναίνεση της εταιρίας. Αυτό έχει αρνητικό αντίκτυπο στην επιστήμη", αναφέρει ο νομπελίστας βιοχημικός Paul Berg.

   Συν τοις άλλοις, μια μεγάλη ερευνητική αναφορά της Υπηρεσίας Τεχνολογικής Αξιολόγησης των ΗΠΑ, κλάδου του Αμερικανικού Κογκρέσου, κατέληξε στο πλέον ανησυχητικό συμπέρασμα. Η εν λόγω αναφορά του 1978 δηλώνει: "Μόνο το 10-20% όλων των διαδικασιών που χρησιμοποιούνται τρεχόντως στις ιατρικές πρακτικές έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικές στις ελεγχόμενες δοκιμές". Στο τεύχος του Οκτωβρίου 1991, το έγκριτο περιοδικό British Medical Journal (BMJ) επιβεβαίωσε αυτή την αναφορά δηλώνοντας ότι περίπου το 85% όλων των ιατρικών παρεμβάσεων και χειρουργικών επεμβάσεων στερούνται επιστημονικών βάσεων. Με άλλα λόγια, το 80-90% των κοινών ιατρικών παρεμβάσεων που είναι διαθέσιμες στον γενικό πληθυσμό δεν έχουν επιστημονική βάση, και πιθανόν να μην είναι καν δικαιολογημένες. Αυτά τα ευρήματα συμφωνούν με τα στατιστικά στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), που επιβεβαιώνουν ότι το 90% όλων των σύγχρονων παθήσεων δεν αντιμετωπίζονται επαρκώς από τη συμβατική ιατρική. Μολαταύτα, το επίσημο ιατρικό σύστημα ισχυρίζεται ότι είναι η απόλυτη αυθεντία για την αντιμετώπιση αυτών των παθήσεων. Πολλοί ιατροί πιστεύουν πραγματικά ότι η πρακτική τους στηρίζεται σε ακλόνητες επιστημονικές βάσεις.

   Ωστόσο, θα ήταν λάθος να γενικεύσουμε αυτά τα ευρήματα. Ορισμένες πολύ επιτυχημένες μέθοδοι της σύγχρονης ιατρικής δεν συγκρίνονται με τις μεθόδους οποιουδήποτε άλλου θεραπευτικού συστήματος. Αφορούν κυρίως σε επείγοντα περιστατικά που σχετίζονται με ατυχήματα, εγκαύματα, κατάγματα, καρδιακά επεισόδια, ορισμένες λοιμώξεις που είναι άμεσα απειλητικές για τη ζωή, καθώς και σε ζητήματα υγιεινής. Το υψηλό ποσοστό επιτυχίας των ιατρικών παρεμβάσεων στους προαναφερθέντες τομείς είναι αξιοσημείωτο και πρόκειται για αληθινά επιτεύγματα.

   Για το υπόλοιπο 90% των παθήσεων, τις οποίες ο ΠΟΥ θεωρεί μη ιάσιμες με τη συμβατική προσέγγιση, οι σύγχρονες ερευνητικές τεχνικές έχουν αποτύχει μέχρι στιγμής να παρουσιάσουν ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Σε αυτές τις παθήσεις συγκαταλέγονται οι συνήθεις χρόνιες ασθένειες -καρδιοπάθεια, αρθρίτιδα, διαβήτης, καρκίνος κτλ. Μια χρόνια πάθηση προκύπτει από το συνδυασμό ενός ή περισσότερων ενοχοποιητικών παραγόντων που σπάνια αναγνωρίζονται ή λαμβάνονται υπόψη κατά τις αγωγές της συμβατικής ιατρικής. Για παράδειγμα, σε μια χρόνια πάθηση (σε αντιδιαστολή με όσα ισχύουν για τα επείγοντα περιστατικά) δεν αρκεί η εξάλειψη των συμπτωμάτων. Συνεπώς, η διεξαγωγή αξιόπιστων ερευνών για τις χρόνιες παθήσεις είναι πρακτικά αδύνατη, παρεκτός αν στις διαδικασίες ελέγχου ληφθούν υπόψη ζωτικής σημασίας παράγοντες, όπως η δίαιτα, ο τρόπος ζωής, η νοοτροπία, η συναισθηματική κατάσταση, οι ψυχικές εντάσεις και τα λοιπά παρεμφερή.

   Φαίνεται ότι κανένας ερευνητής δεν έχει σκεφτεί πως ο θεραπευτικός μηχανισμός του οργανισμού, ο οποίος πυροδοτείται από την ισχυρή πίστη του ασθενή στο φάρμακο, ενεργοποιείται όχι μόνο στην ομάδα του πλασέμπο αλλά και στην υπό αγωγή ομάδα. Δεν είναι και πολύ επιστημονικό να δηλώνει κανείς ότι ένα νέο φάρμακο συνεπάγεται υψηλότερο ποσοστό βελτίωσης συγκριτικά με το πλασέμπο, όταν το πλασέμπο - δηλαδή, η πίστη του ασθενή στο φάρμακο - παίζει σημαντικό ρόλο και στις δύο ομάδες. Το γεγονός και μόνο ότι το πλασέμπο πρέπει να συμπεριληφθεί σε όλες τις έρευνες ως απαραίτητη προϋπόθεση, αποδεικνύει ότι η υποκειμενική κατάσταση των ασθενών και στις δύο ομάδες παραμένει ο πρωτεύων και καθοριστικός παράγοντας στην έκβαση του πειράματος. Αν η ομάδα που λαμβάνει το πλασέμπο εμφανίζει επιτυχία της τάξης του 35% και η ομάδα που λαμβάνει το φάρμακο επιτυχία της τάξης του 40%, τότε είναι εμφανές ότι τουλάχιστον το 35% της επιτυχίας της ομάδας οφείλεται στην επίδραση του πλασέμπο και ότι το φάρμακο επέφερε βελτίωση μόνο στο %% των μελών της ομάδας. Άρα, το πραγματικό ποσοστό επιτυχίας, που ίσως είναι 1-3% (αφού αφαιρέσουμε άλλους παράγοντες, όπως τη διανοητική και συναισθηματική κατάσταση των συμμετεχόντων), δεν δικαιολογεί τη χορήγηση του φαρμάκου σε εκατομμύρια ανύποπτους ασθενείς. Μολαταύτα, το φάρμακο διαφημίζεται και πωλείται ως αποτελεσματική θεραπεία για μια πάθηση. Προφανώς, η ιατρική έρευνα δεν πρέπει να θεωρείται αντικειμενική, ούτε επιστημονική.


Απόσπασμα από το βιβλίο "Το πλήρες βιβλίο της εναλλακτικής ιατρικής, τόμος Ι", Andreas Moritz, σελ. 60-64, εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ, ISBN: 978-960-364-573-3

ΥΓ. Αν θέλετε να ενημερώνεστε για όλα τα νέα που αφορούν την πρόληψη ή/και θεραπεία του καρκίνου με φυσικές μεθόδους, μπορείτε να μας ακολουθήσετε και στο facebook.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου